- μέρμερος
- Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να γλιτώσουν ούτε εκεί. Οι θεοί έστειλαν λοιμό στη πόλη για να τιμωρήσουν τους Κορίνθιους, επειδή άφησαν να παραβιαστεί το άσυλο του ναού. Ως εξιλέωση, όριζαν κάθε χρόνο 7 νέους και 7 παρθένες από επιφανείς οικογένειες για να υπηρετήσουν στο ναό της θεάς. Κατά τον Παυσανία, μετά τον θάνατο του Μ. και του Φέρητα άρχισαν να πεθαίνουν και τα παιδιά των Κορίνθιων. Το κακό σταμάτησε μόνο όταν καθιερώθηκαν ετήσιες θυσίες. Στα Ναυπάκτια έπη αναφέρεται ότι ο Ιάσονας, μετά τον θάνατο του Πελία, πήγε στην Κέρκυρα και εκεί ο Μ. σκοτώθηκε από κάποια λέαινα. Στην Οδύσσεια, ο Μ. αναφέρεται ως βασιλιάς.
* * *μέρμερος, -ον, θηλ. και μερμέρα, και μερμέριος, -ία, -ον (Α)1. αυτός που προκαλεί φροντίδα και ανησυχία, ολέθριος, φοβερός, δεινός (α. «μέρμερος ἀδρανίη», Νίκ. θ. «μέρμερον ἔθνος Λατίνων», Διον. Περ.γ. «πρὶν πόλεμόν τ' ἰδέειν πολέμοιό τε μέρμερα ἔργα», Ομ. Ιλ.)2. (για πρόσ.) δύστροπος, δύσκολος, γκρινιάρης («μέρμερος πάνυ ἐστίν, ὦ Ἱππία», Πλάτ.)3. (για ζώο) πανούργος, δόλιος («Τελμησίαν ἀλώπεκα μέρμερον χρῆμα», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέρ-μερ-ος έχει παραχθεί με διπλασιασμό από ρίζα *(s)mer- «θυμάμαι, προτίθεμαι» (πρβλ. μέρ-ι-μνα) και συνδέεται με το αρμ. mormok «φροντίζω, μεριμνώ», το λατ. memor «μνήμων» και το αβεστ. mimara- (πρβλ. μάρτυς, μείρομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.